- εύκρυπτος
- εὔκρυπτος, -ον και εὐκρυφής, -ές (Α)αυτός τον οποίο μπορεί να κρύψει κάποιος εύκολα («σχισθέντα δ' οὐκ εὔκρυπτα γίγνεται τάδε», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρυπτός (< κρύπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐκρυπτότερον — εὔκρυπτος easy to hide adverbial comp εὔκρυπτος easy to hide masc acc comp sg εὔκρυπτος easy to hide neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκρυπτα — εὔκρυπτος easy to hide neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭВКРИПТИТ — [εΰκρυπτος (ύвкриптос) хорошо спрятанный] м л, модиф. α Э., LiAl[SiO4], триг., устойчива ниже 972°; сп. ср. по {0001}; бесцветный; уд. в. 2,67; продукт изменения сподумена. Искусственная… … Геологическая энциклопедия
ευκρυφής — εὐκρυφής, ές (Α) εύκρυπτος, αυτός που εύκολα μπορεί να τόν κρύψει κάποιος («διὰ γὰρ τὸ μέγεθος εὐκρυφές ἐστι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρυφής (< κρυφή), πρβλ. νυκτι κρυφής] … Dictionary of Greek